στασιῶται

στασιῶται
στασιώτης
members of a party
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στασιώτης — ο, ΝΑ νεοελλ. στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση αρχ. 1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.) 2. σωματοφύλακας 3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως» 4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» οι φιλόσοφοι… …   Dictionary of Greek

  • Партии ипподрома — Четыре команды на цирковой арене. Римская мозаика, Франция Партии ипподрома, партии цирка, факции (лат. partes, circus factions, греч …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”